- διποδίζω
- (για υποζύγια) τρέχω με διποδισμό, καλπάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + ποδίζω «βαδίζω, τρέχω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διποδίζω — βαδίζω σύμφωνα με το διποδισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαγιοδιποδίζω — Ν (για άλογο) βηματίζω γρήγορα σηκώνοντας εναλλάξ τα σύστοιχα πόδια, δηλ. το μπροστινό και το οπίσθιο, ενώ συγχρόνως στηρίζω τα άλλα δύο στη γη, αλλ. πλαγιοποδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + διποδίζω] … Dictionary of Greek